Ἤγγιζεν

Ἤγγιζεν
Приближался

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ἤγγιζεν" в других словарях:

  • καθώς — (AM καθώς) Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «καθώς πρέπει» ευπρεπής, ευυπόληπτος β. «καθώς και» όπως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»